- εξαέτις
- (-ιδος) επίθ. шестилетняя (о девочке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαετής — ές (θηλ. και εξαέτις) (AM ἑξαετής, ες Α και ἑξαέτης, ες AM θηλ. ἑξαέτις) 1. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («εξαετής πόλεμος, συμμαχία») 2. αυτός που έχει ηλικία έξι ετών αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑξάετες επί έξι χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ… … Dictionary of Greek